- τριθάλασσος
- τρι-θάλασσος, dreimeerig, zwischen drei Meeren od. von drei Meeren umgeben
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τριθάλασσος — η, ο / τριθάλασσος, ον, ΝΑ, και αττ. τ. τριθάλαττος, ον, Α (για τόπο) αυτός που περιβρέχεται από τρεις θάλασσες («τριθάλαττος ἡ Βοιωτία», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + θάλασσος (< θάλασσα), πρβλ. ὑπερ θάλασσος] … Dictionary of Greek
τριθάλαττος — τριθάλασσος of three seas masc/fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριθάλαττος — ον, Α (αττ. τ.) βλ. τριθάλασσος … Dictionary of Greek